πυργομαχώ

πυργομαχώ
-έω, Α
1. επιτίθεμαι εναντίον πύργου
2. μάχομαι από πύργο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + -μαχῶ (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. ναυ-μαχῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πύργος — Με τη λέξη πύργος εννοούμε γενικά ένα κτίριο στο οποίο χαρακτηριστικά υπερέχει η διάσταση του ύψους και το οποίο, συγχρόνως, έχει ένα γενικά κλειστό, αυστηρό και έντονα αμυντικό χαρακτήρα. Aυτή η μορφή κτιρίου, ή κατασκευής γενικότερα, έχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”